- κλινομένα
- κλῑνομένᾱ , κλίνωsráyatipres part mp fem nom/voc/acc dualκλῑνομένᾱ , κλίνωsráyatipres part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλινόμενα — κλῑνόμενα , κλίνω sráyati pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξάπτωτος — ἑξάπτωτος, ον (Α) γραμμ. (για κλινόμενα ονόματα) αυτός που έχει έξι πτώσεις … Dictionary of Greek
ψιλογραφώ — ψιλογραφῶ, έω, ΝΜ νεοελλ. γράφω με πολύ λεπτά και μικρά γράμματα μσν. γράφω με απλό φωνήεν και όχι με δίφθογγο («ταῡτα μὲν πάντα δίφθογγον ἔχειν γραφήν μοι νόει... εἰς α δὲ κλινόμενα πάπα μοι ψιλογράφει», Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + γραφῶ… … Dictionary of Greek